ἐπιβιῶ

ἐπιβιῶ
ἐπιβιόω
live over
aor subj act 1st sg
ἐπιβιόω
live over
pres subj act 1st sg
ἐπιβιόω
live over
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επιβιώνω — (AM ἐπιβιῶ, όω) επιζώ, εξακολουθώ να ζω μετά από κάποιο γεγονός («ἐπεβίω δὲ δύο ἔτη καὶ ἕξ μῆνας») νεοελλ. 1. διατηρώ τη δύναμη ή την αξία μου μετά από κάποιο (δυσάρεστο συνήθως) γεγονός 2. καταφέρνω να διατηρούμαι στη ζωή ή σε δραστηριότητες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”